- ἠπύτα
- ἠπύτα, ὁ, der Rufer; κήρυξ, der lautrufende Herold; πόντος, laut tosend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ηπύτα — ἠπύτα, ὁ, ἡ (Α) [ηπύω] φρ. α) «ἠπύτα κῆρυξ» μεγαλόφωνος κήρυκας» (Ομ. Ιλ.) β) «ἠπύτα σῡριγξ» οξύφωνος αυλός, Κόιντ … Dictionary of Greek
ἠπύτα — calling masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπύτης — ἠπύτα calling masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπύω — ἠπύω, δωρ. και αρκ. τ. ἀπύω (Α) 1. προσκαλώ κάποιον, φωνάζω κάποιον («ὅθι ποιμένα ποιμήν ἠπύει», Ομ. Οδ.) 2. επικαλούμαι κάποιον («ἄπυεν Εὐτρίαιναν», Πίνδ.) 3. (για άνεμο) πνέω ηχηρά («οὔτ ἄνεμος τόσσον περὶ δρυσὶν ὑψικόμοισι ἠπύει», Ομ. Ιλ.) 4.… … Dictionary of Greek
νηπύτα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «βοητά κήρυξ μικρόφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἠπύτα «μεγαλόφωνος κήρυκας»] … Dictionary of Greek